- όρος
- Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν στο θρόμβο. Έτσι στον ο. περιέχονται σχεδόν όλα τα συστατικά του πλάσματος, ιδιαίτερα τα αντισώματα (συγκολλητίνες, λυσΐνες, αντιτοξίνες κ.ά.)· η παρουσία των ουσιών αυτών κάνει τη χρησιμοποίηση του ο. ιδιαίτερα σημαντική για θεραπευτικούς σκοπούς (οροθεραπεία). Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται ο. ανθρώπων και ζώων φυσικά ή τεχνητά, ανοσοποιηθέντων και κατά συνέπεια ιδιαίτερα πλούσιων σε αντισώματα ειδικά για τη νόσο που θέλουμε να καταπολεμήσουμε. Καμιά φορά η εφαρμογή της οροθεραπείας προκαλεί ατυχήματα από ευαισθητοποίηση με αντιδράσεις αναφυλακτικού τύπου (ορονοσία). Ο ο. χρησιμοποιείται και για διαγνωστικούς σκοπούς, γιατί στα περισσότερα λοιμώδη νοσήματα παράγονται ειδικά αντισώματα που μπορεί vα ανιχνευθούν στον ο. και να μας αποκαλύψουν την ταυτότητα της νόσου.
* * *(I)ο (ΑΜ ὅρος, Α ιων. τ. οὖρος, κρητ. και αργ. τ. ὦρος, κερκυρ. τ. ὄρFος, ηρακλ. τ. ὄρος, μεγαρ. τ. ὄρρος)1. τοπικό ή χρονικό όριο, σύνορο, τέρμα (α. «ὅσοι κατοικοὖμεν ἐντὸς ὅρων Ἡρακλείων», Πλάτ.β. «γάμου δὲ ὅρον εἶναι κόρῃ μὲν ἀπὸ ἑκκαίδεκα ἐτῶν», Πλάτ.)2. περιοριστική διάταξη, προϋπόθεση («θα έρθω μαζί σου με τον όρο να γυρίσουμε νωρίς»)3. (λογ.) α) το καθένα από τα δύο ουσιώδη στοιχεία τής πρότασης, το υποκείμενο ή το κατηγορούμενοβ) καθένα από τα στοιχεία τού συλλογισμού που είναι απαραίτητα ώστε από τις δύο προκείμενες προτάσεις να εξαχθεί το συμπέρασμα, δηλ. ο μείζων όρος, ο μέσος όρος και ο ελάσσων όροςγ) η πρόταση («ὅροι κατηγορικοί», «ὅροι στερητικοί», Αριστοτ.)δ) ο ορισμός τού όρου, το είδος του4. στον πληθ. οι όροιμαθημ. τα μέρη λόγου ή αναλογίας5. φρ. «όρων τετράς»(λογ.) συλλογιστικό σφάλμα το ποίο προέρχεται από τη διττή σημασία ενός από τους τρεις όρους τού συλλογισμού, όπως λ.χ.: ο χρόνος είναι χρήμα, το χρήμα είναι μέσο πληρωμής, άρα οχρόνος είναι μέσο πληρωμήςνεοελλ.1. γραμμ. καθεμιά από τις λέξεις που αποτελούν την πρόταση2. (νομ.) ρήτρα η οποία περιλαμβάνεται σε χαριστικές ή άλλες δικαιοπραξίες και με την οποία επιβάλλεται στον λήπτη να πράξει ή να παραλείψει κάτι3. στον πληθ. α) δεδομένο, τρόπος με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει κάτι, περίσταση, κατάσταση πραγμάτων («οι όροι τής διαβίωσης έχουν βελτιωθεί πολύ σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια»)β) η έννοια υπό τη γλωσσική της διατύπωση, η οποία είναι ειδικά καθορισμένη στις επιστήμες και τις τέχνες («α. «τεχνικός όρος» β. «επιστημονικός όρος»)4. φρ. α) «εφ' όρου ζωής» — όσο ζει κανείς, ώς το τέρμα τής ζωήςβ) «κατά ανώτατο ή κατώτατο όρο» — κατά το ανώτατο ή κατώτατο επιτρεπόμενο όριογ) «μέσος όρος» — το ενδιάμεσο σημείο μεταξύ δύο ακραίων ορίωνδ) «όροι κλάσματος»μαθημ. ο αριθμητής και ο παρανομαστής ενός κλάσματοςε) «όροι αναλογίας»μαθημ. καθένας από τους τέσσερεις αριθμούς οι οποίοι απαρτίζουν την αναλογίαστ) «όροι πολυωνύμου»μαθημ. καθένα από τα μονώνυμα τα οποία αποτελούν ένα πολυώνυμοζ) «όρος σειράς» και «όρος αριθμητικής (ή γεωμετρικής) προόδου»μαθημ. καθεμιά από τις ποσότητες οι οποίες σχηματίζουν τη σειρά ή την πρόοδοη) «όροι όμοιοι»μαθημ. όροι που έχουν το ίδιο μέρος ή μέγεθος, αποτελούμενο από γράμματα, και οι οποίοι διαφέρουν μεταξύ τους μόνο κατά τους συντελεστές τουςθ) «όροι ασφαλείας»(εργ. δίκ.) σειρά νομοθετικών διατάξεων που προβλέπουν την λήψη και την τήρηση μέτρων και προϋποθέσεων ώστε η εκτέλεση τών εργασιών στους χώρους εργασίας να γίνεται με ασφάλεια τής ζωής τών εργαζομένωνι) «επί ίσοις όροις» ή «με ίσους όρους» — με τι ίδιες προϋποθέσεις, με τις ίδιες δυνατότητεςμσν.1. ποινική ρήτρα ή δικαστική απόφαση2. ιερό, ναόςμσν.-αρχ.σύντομη φραστική διατύπωση η οποία καθορίζει τα ουσιώδη χαρακτηριστικά μιας έννοιας, ορισμόςαρχ.1. λίθος ή πάσσαλος ο οποίος καθορίζει τα όρια μιας έκτασης, σημείο ιδιοκτησίας, ορόσημο.2. κανόνας, γνώμονας, μέτρο, νόμος («ἀριστοκρατίας μὲν γὰρ ὅρος ἀρετή, ὀλιγαρχίας δὲ πλοῡτος», Αριστοτ.)3. σκοπός, πρόθεση4. αναμνηστικός λίθος ή στήλη5. πρότυπο, υπόδειγμα6. στον πληθ. α) (στο αττ. δίκ.) οἱ ὅροιενεπίγραφες πλάκες, τριγωνικού συνήθως σχήματος, οι οποίες τοποθετούνταν σε υποθηκευμένη ιδιοκτησία ως ομολογία ή καταγραφή τού χρέουςβ) ως κύριο όν. Ὅροιτίτλος έργου που αποδίδεται στον Πλάτωνα7. φρ. «οἱ τρεῑς ὅροι»αστρολ. οι τρεις όροι που χρησιμοποιούνταν σε ποικίλους υπολογισμούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η δασύτητα τού αττ. ὅρος και η μαρτυρία στη Μυκηναϊκή τού τ. wowo οδηγούν σε αρχικό αμάρτυρο τ. *FορFος, από τον οποίο, με σίγηση τού δεύτερου F και αντέκταση, σχηματίστηκαν τα ιων. οὖρος και κρητ. ὦρος και με αφομοίωση το μεγαρ. ὄρρος. Στην αττ. διάλ. το F σιγάται χωρίς αντέκταση (πρβλ. αττ. ξένος, ιων. ξεῖνος < *ξενFος). Η οικογένεια τής λ. ὅρος αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα τής μετάβασης τής σημ. από τη δήλωση συγκεκριμένου πράγματος «λίθος ή πάσσαλος που καθορίζει τα όρια μιας έκτασης, σύνορο, τέρμα» σε αφηρημένη έννοια «οροθεσία, προσδιορισμός, περιορισμός, συμφωνία, λογική διάταξη, κανόνας». Αυτό φαίνεται ακόμη πιο καθαρά στον ομηρ. τ. οὖρον, πληθ. οὖρα «αυλάκι» (πρβλ. οὖρα ἡμιόνων), από όπου «απόσταση, μέτρο μήκους». Το ομηρ. οὖρα πρέπει να αποτελεί περιληπτικό ουσ. που αντιστοιχεί στο ιων. οὖρος (πρβλ. λ. ὀρευς «ημίονος»). Αρχική λοιπόν σημ. τής λ. ὅρος ήταν «αυλάκι», η γραμμή που χάραζαν με το άροτρο οι ημίονοι, απ' όπου το διάστημα στο οποίο εκτείνεται η χάραξη, το όριο, το τέρμα. Σύμφωνα με την αρχική αυτή σημ. της, η λ. ὅρος θα μπορούσε να συνδεθεί με λατ. urvo «περιάγω διαγράφοντας αυλάκι» (< urvus «αυλάκι» < *wrwos) με διαφορετικό όμως φωνηεντισμό από το ελλ. ὅρος. Η σύνδεση τού ὅρος με βάση τον κερκυρ. τ. ὄρFος (χωρίς αρκτικό F) και τού λατ. urvus με το ρ. ὀρύσσω δεν θεωρείται πιθανή, αφού αντιβαίνει στα μυκηναϊκά δεδομένα. Η σύνδεση, τέλος, τού ρήματος ὁρῶ με τη λ. ὅρος προσκρούει σε σοβαρές σημασιολογικές δυσχέρειες. Η λ. ὅρος εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τις μορφές: α) -ορος (πρβλ. όμ-ορος)β) -ούρος ιων. (πρβλ. σύν-ουρος, τήλ-ουρος) και γ) -ωρος είτε λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. δί-ωρος) είτε λόγω συναιρέσεως (πρβλ. τέτρ-ωρον < *τετρά-ορον).ΠΑΡ. ορίζω, ορικός (Ι), όριο(ν)αρχ.οραίος, ορία, οριαίος, όριος.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) οροφύλαξ(-κας)αρχ.οροθέτηςαρχ.-μσν.ορογλυφώνεοελλ.οροκρατία, ορολογία (II), οροσημαίνω, ορόσημο, οροφυλακή. (Β συνθετικό) όμοροςαρχ.άντορος, δίωρος, μέσσορος, πρόσουρος, σύνουρος, τήλουρος, τέτρωρος].————————(II)το (ΑΜ ὄρος, Α ιων. τ. οὖρος και δωρ. τ. ὦρος)μεγάλη έξαρση τής γήινης επιφάνειας, μάζα ξηράς που βρίσκεται εμφανώς ψηλότερα από εκείνες που τήν περιβάλλουν και παρουσιάζει, γενικά, απότομες πλευρές, σχετικά περιορισμένη κορυφαία έκταση και αξιόλογο ανάγλυφο, κν. βουνόνεοελλ.φρ. α) «θολοειδή όρη» — όρη που δημιουργούνται από μη ρηξιγενή ανοθόλωση τής γήινης επιφάνειαςβ) «ρηξιγενή όρη» — όρη αποτελούμενα από τεμάχη τού στερεού φλοιού τής Γης τα οποία έχουν ανυψωθεί κατά μήκος ρηγματικών ζωνώνγ) «πτυχωσιγενή όρη» — όρη που σχηματίστηκαν από πλευρική συμπίεση και σύγχρονη ανύψωσηδ) «ηφαιστειακά όρη» — όρη που είναι αποτέλεσμα ηφαιστειακής δραστηριότηταςε) «πήρε τα όρη» — περιπλανάται σε τόπους άγνωστους εξαιτίας σφοδρού πάθους ή απελπισίαςστ) «στα όρη και στα βουνά» — λέγεται ως κατάρα προς αποφυγή δυσάρεστης κατάστασηςζ) «όρος τής Αφροδίτης»ανατ. το εφήβαιο τής γυναίκαςαρχ.1. διαμέρισμα, επαρχία2. (στην Αίγυπτο) έρημος και ιδίως, τόπος ταφής, νεκροταφείο3. το επάνω και πριν από τα δάκτυλα τμήμα τού ποδιού4. ξύλινο εργαλείο με το οποίο πίεζαν τα σταφύλια και τις ελιές, το όρον*5. ουροδοχείο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι πρόκειται για ρηματ. ουσ. που έχει παραχθεί από το θ. τού ρήματος ὄρνυμι «εγείρω, σηκώνω» και συνδέεται με αρχ. ινδ. rsva- «ψηλός» (με σιγμόληκτο θ., πρβλ. όρρος). Η λ. ὄρος εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τις εξής μορφές: α) ὀρεσ(σ)- (πρβλ. ορέσ-βιος), από το σιγμόληκτο θ. τής γενικής (ὄρεσ-ος > ὄρους)β) ὀρι- (πρβλ. ορίγονος, ορί-κτυπος) σε αρχαϊκού τύπου σύνθγ) ορο- (πρβλ. ορο-γενής, ορο-φύλαξ) με συνδετικό φωνήεν -ο-δ) ὀρει- (πρβλ. ορει-δρόμος, ορεί-χαλκος) από τη δοτ. ὄρειε) ὀρεσ(σ)ι- (πρβλ. ορεσί-κοιτος, ορεσι-δίαιτος) από τη δοτ. πληθ. ὄρεσιστ) οροι- (πρβλ. οροι-βάδες) κατά τον τύπο τού σύνθ. (παλαιάς τοπικής) οδοι-πόροςζ) ὀρε(ι)ο- (πρβλ. ορεο-μήκης, ορε(ι)οβάτης) από το θ. τού επιθ. ὄρε(ι)ος. Η λ., τέλος, μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. orea).ΠΑΡ. ορεινόςαρχ.όρειος, ορείτης, ορείτωρ, ορειώτης, ορέστερος, ορέστης, ορίας, όριον, ορώδης (ΙΙ)μσν.ορειώδης.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό όρεσ[σ]-) αρχ. ορέσβιος, ορέσσαυλος. (Α' συνθετικό ὀρι-) αρχ. ορίβακχος, οριβάτης, ορειβρεμέτης, ορίγονος, οριδρόμος, ορικοίτης, ορίκτυπος, ορίπλαγκτος, οριπλανής, ορίπλανος, ορίτροφος(Α' συνθετικό όρο-) οροπέδιο(ν)αρχ.ορογενής, ορικάρυον, ορομαλίδες, ορόσπιζος οροτύπος, οροφύλαξ (ΙΙ)νεοελλ.ορογένεια, ορογένεση, ορογνωσία, ορογραφία, ορομέτρης, ορομετρία, οροσειρά. (Α' συνθετικό ορει-) ορειβάτης, ορείχαλκοςαρχ.ορειάρχης, ορείαυλος, ορειγενής, ορειδρόμος, ορειθαλής, ορείκτιτος, ορειλεχής, ορειμανής, ορεινόμος, ορείοικος, ορειπέλαργος, ορείπλαγκτος, ορειπλανής, ορείπλανος, ορειπολώ, ορειπτελέα, ορειτρεφής, ορείτροφος, ορειτύπος, ορειφοίτης, ορείφοιτοςαρχ.-μσν.ορειβρεμέτηςμσν.ορειάλωτος. (Α' συνθετικό ορεσ[σ]ι-) ορεισίβιοςαρχ.ορεσιδίαιτος, ορεσιδρόμος, ορεσίκοιτος, ορεσίτροφος, ορεσσιβάτης, ορεσσίγονος, ορεσσιπάτος, ορεσσιπόλος, ορεσσίφυτος, ορεσσίχυτοςνεοελλ.ορεσιπάθεια. (Α' συνθετικό οροι-) αρχ. οροιβάδες, οροιτύπος. (Α' συνθετικό ορε[ι]ο-) αρχ. ορε(ι)οβάτης, ορειομανής, ορειόνομος, ορειοχαρής, ορειοπτελέα, ορεομήκης, ορεοπόλος, ορεοσέλινον, ορεοτύπος, ορεοφύλαξνεοελλ.ορεογνωσία, ορεογόνος, ορεογραφία, ορεογράφος, ορεοδομή, ορεόδοξα, ορεομετρία, ορεότραγος, ορεόφαση, ορεόφυτα].
Dictionary of Greek. 2013.